κρεμαστάρι

κρεμαστάρι
το (Α κρεμαστάριον)
νεοελλ.
1. κρεμασμένο πράγμα
2. καρπός που κρεμιέται απ' το ταβάνι για να διατηρηθεί
3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα στο κρεμαστάρι»)
4. έπιπλο πάνω στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, κρεμάστρα
5. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα τού ανθρώπου για στόλισμα, όπως είναι λ.χ. το σκουλαρίκι, τα περιδέραια κ.ά.
6. παροιμ. «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν
αρχ.
κρεμαστή λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμαστός + κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτ-άρι, σφαχτ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστάρι — το 1. το κρεμασμένο πράγμα, και ιδιαίτερα καρποί που κρεμιούνται από την οροφή για συντήρηση. 2. η παροιμία «όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» λέγεται για κείνους που προσποιούνται ότι δεν επιθυμούν κάτι, γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • αντιπερίαμμα — ἀντιπερίαμμα, το (Μ) κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ το φυλαχτό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»] …   Dictionary of Greek

  • κρεμασταριά — η [κρεμαστάρι] 1. κρεμάλα, αγχόνη 2. κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάστρα — η κρεμαστάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”